ΜΑ ΠΟΥ ΠΗΓΑΝ ΟΛΟΙ
Ο Πέδρο είναι λίγο πιο μικρός ή λίγο πιο μεγάλος από σένα. Ο ζωγράφος του ήταν Ισπανός, όπως άλλωστε κι εκείνος. Ζει σε έναν πίνακα εδώ και πολλά πολλά χρόνια. Του αρέσει πολύ όταν επισκέπτεσαι την αίθουσά του. Του αρέσει να σου μιλά με τα μάτια όταν τον κοιτάς. Για κάποιον περίεργο λόγο, όμως, το μουσείο θα μείνει κλειστό για πολύ καιρό. Κι οι πίνακες θα μείνουν μόνοι. Ο Πέδρο αναρωτιέται. Οι γείτονές του επίσης: Σεισμός; Πόλεμος; Επιδημία; Κάτι άλλο; Θέλοντας να μάθει τι πραγματικά συμβαίνει, ο Πέδρο θα αφήσει πίσω το κάδρο του. Μαζί με τη λίγο άτακτη χήνα του, θα επισκεφτεί κι άλλες αίθουσες του μουσείου. Θα συναντήσει τον κυβισμό, τον ιμπρεσιονισμό, τον σουρεαλισμό… Θα ρωτήσει ξανά και ξανά τι έχει συμβεί. Ο κάθε πίνακας, όμως, δίνει τη δική του εξήγηση. Μέχρι που συναντά τον Σεβάχ. Έναν καινούριο φίλο, που θα τον ανεβάσει στη βάρκα του για να του διηγηθεί ιστορίες γεμάτες ήλιο. Θα τον ταξιδέψει στη χώρα της φιλίας, της αλήθειας και της Τέχνης. Γιατί η Τέχνη, όπως σίγουρα ξέρεις, δε δίνει μόνο ζωή – είναι και η ίδια ολοζώντανη.